δυσνικητος

δυσνικητος
    δυσνίκητος
    δυσ-νίκητος
    2
    (ῑ)
    1) труднопобедимый
    

(Πελοπίδας Plut.; ἔρως Anth.)

    2) непреклонный
    

(ἥ τοῦ Ἀλεξάνδρου φύσις Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δυσνικητος" в других словарях:

  • δυσνίκητος — δυσνίκητος, ον (Α) αυτός που δύσκολα νικιέται …   Dictionary of Greek

  • Δυσνίκητος — hard to conquer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσνίκητος — hard to conquer masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσνίκητον — δυσνίκητος hard to conquer masc/fem acc sg δυσνίκητος hard to conquer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δυσνικήτου — Δυσνίκητος hard to conquer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσνικήτου — δυσνίκητος hard to conquer masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δυσνίκητε — Δυσνίκητος hard to conquer masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσνίκητε — δυσνίκητος hard to conquer masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δυσνίκητον — Δυσνίκητος hard to conquer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»